κλεπτοτόκος

κλεπτοτόκος
κλεπτοτόκος, -ον (Α)
1. γόνος κλέφτη, γιος ή κόρη κλέφτη
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κλεπτοτόκος
αυτή που γέννησε κλέφτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπτης + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. ονειρο-τόκος, υμνο-τόκος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κλέφτης — Κορυφή (1.846 μ.) του Σμόλικα, στο δυτικό άκρο του. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού Ιωαννίνων, ΒΑ της Κόνιτσας. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1946 49), το ύψωμα έγινε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων ανάμεσα στους Έλληνες. Το καλοκαίρι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”